ItalianoGreco


scolasticìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skolastiˈʧizmo]

1 σοφολογιοτατισμός
2 δασκαλισμός
3 αλεξανδρινισμός
4 σχολαστικισμός
5 τυπολατρία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---