Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scolarésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skolaˈresko]

1 ο της σχολικής ηλικίας
2 ο του μαθητόκοσμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scolaresca scolarità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scolapiatti (ουσ αρσ )
scolara (θηλ.ουσ)
scolare (επίθ.)
scolare (ρ. μτβ.)
scolaresca (θηλ.ουσ)
scolaresco (επίθ.)
scolarità (θηλ.ουσ)
scolarizzare (ρ. μτβ.)
scolarizzazione (θηλ.ουσ)
scolaro (ουσ αρσ )
scolastica (θηλ.ουσ)
scolasticamente (επίρ.)
scolasticheria (θηλ.ουσ)
scolasticismo (ουσ αρσ )
scolasticità (θηλ.ουσ)
scolastico (επίθ.)
scolatoio (αρσ. επίθ και ουσ)
scolatura (θηλ.ουσ)
scoliasta (ουσ αρσ )
scoliaste (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---