Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riscrìvere (ρ.αμτβ.) riserràre (ρ. μτβ.)
riscrìvere (ρ. μτβ.) risèrva (θηλ.ουσ)
riscuòtere (ρ. μτβ.) riservàre (ρ. μτβ.)
riscuotersi (ρ.μ. (αντων.)) riservarsi (ρ.μ. (αντων.))
riseccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) riservataménte (επίρ.)
riseccarsi (ρ.μ. (αντων.)) riservatézza (θηλ.ουσ)
risecchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) riservàto (επίθ.)
risecchìto (επίθ.) riservìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
risedére (ρ.αμτβ.) risguàrdo (ουσ αρσ )
riséga (θηλ.ουσ) risìbile (επίθ.)
risegàre (ρ. μτβ.) risibilità (θηλ.ουσ)
risegnàre (ρ. μτβ.) risicàre (ρ. μτβ.)
riselciàre (ρ. μτβ.) risicàto (επίθ.)
riseminàre (ρ. μτβ.) risìcolo (επίθ.)
risentiménto (ουσ αρσ ) risicoltóre (ουσ αρσ )
risentìre (ρ.αμτβ.) risicoltùra (θηλ.ουσ)
risentìre (ρ. μτβ.) risièdere (ρ.αμτβ.)
risentirsi (ρ.μ. (αντων.)) risièro (επίθ.)
risentitaménte (επίρ.) risigillàre (ρ. μτβ.)
risentitézza (θηλ.ουσ) risìna (θηλ.ουσ)
risentìto (επίθ.) risìpola (θηλ.ουσ)
riseppelliménto (ουσ αρσ ) risistemàre (ρ. μτβ.)
riseppellìre (ρ. μτβ.) rìsma (θηλ.ουσ)
risèrbo (ουσ αρσ ) rìso (ουσ αρσ )
riserìa (θηλ.ουσ) risoffiàre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: