Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffaellésco (αρσ. επίθ και ουσ) raffinatóre (επίθ.)
raffazzonaménto (ουσ αρσ ) raffinatùra (θηλ.ουσ)
raffazzonàre (ρ. μτβ.) raffinazióne (θηλ.ουσ)
raffazzonatóre (ουσ αρσ ) raffinerìa (θηλ.ουσ)
rafférma (θηλ.ουσ) ràffio (ουσ αρσ )
raffermàre (ρ. μτβ.) raffittìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffermarsi (ρ.μ. (αντων.)) raffittirsi (ρ.μ. (αντων.))
rafférmo (επίθ.) rafforzabile (επίθ.)
ràffica (θηλ.ουσ) rafforzaménto (ουσ αρσ )
raffiguràbile (επίθ.) rafforzàre (ρ. μτβ.)
raffiguràre (ρ. μτβ.) rafforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffigurarsi (ρ.μ. (αντων.)) rafforzatìvo (επίθ.)
raffigurazióne (θηλ.ουσ) raffreddaménto (ουσ αρσ )
raffilàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) raffreddàre (ρ. μτβ.)
raffilatóio (ουσ αρσ ) raffreddàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
raffilatùra (θηλ.ουσ) raffreddàto (επίθ.)
raffinaménto (ουσ αρσ ) raffreddatòio (ουσ αρσ )
raffinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) raffreddatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
raffinarsi (ρ.μ. (αντων.)) raffreddatùra (θηλ.ουσ)
raffinataménte (επίρ.) raffreddóre (ουσ αρσ )
raffinatézza (θηλ.ουσ) raffrenàbile (επίθ.)
raffinàto (ουσ αρσ ) raffrenaménto (ουσ αρσ )
raffinàto (επίθ.) raffrenàre (ρ. μτβ.)
raffinatóio (ουσ αρσ ) raffrenarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffinatóre (ουσ αρσ ) raffrontàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: