Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraffinazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [raffinatˈtsjone] 1 διύλιση 2 εκλέπτυνση 3 ραφινάρισμα 4 εξευγενισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |