Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raffinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raffiˈnato]

ραφιναρισμένος άνθρωπος

raffinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raffiˈnato]

εκλεπτυσμέμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffinatezza raffinatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffinamento (ουσ αρσ )
raffinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffinarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffinatamente (επίρ.)
raffinatezza (θηλ.ουσ)
raffinato (ουσ αρσ )
raffinato (επίθ.)
raffinatoio (ουσ αρσ )
raffinatore (ουσ αρσ )
raffinatore (επίθ.)
raffinatura (θηλ.ουσ)
raffinazione (θηλ.ουσ)
raffineria (θηλ.ουσ)
raffio (ουσ αρσ )
raffittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffittirsi (ρ.μ. (αντων.))
rafforzabile (επίθ.)
rafforzamento (ουσ αρσ )
rafforzare (ρ. μτβ.)
rafforzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---