Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrafforzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [raffortsaˈmento] 1 εμπέδωση 2 ενδυνάμωση 3 οχύρωση 4 δυνάμωμα 5 εδραίωση 6 θέριεμα 7 καρδάμωμα 8 ενίσχυση ηθική 9 κραταίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |