Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rafforzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rafforˈtsare]

1 τονώνω
2 καρδαμώνω
3 κραταιώνω
4 ζωογονώ
5 ενδυναμώνω
6 θεριεύω
7 καρδαμώνω
8 στυλώνω
9 εντείνω
10 ισχυροποιώ
11 δυναμώνω
12 φορτσάρω
13 ενισχύω
14 στηρίζω

rafforzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rafforˈtsarsi]

1 δυναμώνω
2 καρδαμώνω
3 ενισχύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rafforzamento rafforzativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffio (ουσ αρσ )
raffittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffittirsi (ρ.μ. (αντων.))
rafforzabile (επίθ.)
rafforzamento (ουσ αρσ )
rafforzare (ρ. μτβ.)
rafforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rafforzativo (επίθ.)
raffreddamento (ουσ αρσ )
raffreddare (ρ. μτβ.)
raffreddarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raffreddato (επίθ.)
raffreddatoio (ουσ αρσ )
raffreddatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raffreddatura (θηλ.ουσ)
raffreddore (ουσ αρσ )
raffrenabile (επίθ.)
raffrenamento (ουσ αρσ )
raffrenare (ρ. μτβ.)
raffrenarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---