Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raffittìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [raffitˈtire]

1 πυκνώνω
2 κάνω πιο πυκνό

raffittirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [raffitˈtirsi]

1 γίνομαι πιο πυκνός
2 πήζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffio rafforzabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffinatore (επίθ.)
raffinatura (θηλ.ουσ)
raffinazione (θηλ.ουσ)
raffineria (θηλ.ουσ)
raffio (ουσ αρσ )
raffittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffittirsi (ρ.μ. (αντων.))
rafforzabile (επίθ.)
rafforzamento (ουσ αρσ )
rafforzare (ρ. μτβ.)
rafforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rafforzativo (επίθ.)
raffreddamento (ουσ αρσ )
raffreddare (ρ. μτβ.)
raffreddarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raffreddato (επίθ.)
raffreddatoio (ουσ αρσ )
raffreddatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raffreddatura (θηλ.ουσ)
raffreddore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---