Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraffittìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [raffitˈtire] 1 πυκνώνω 2 κάνω πιο πυκνό raffittirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [raffitˈtirsi] 1 γίνομαι πιο πυκνός 2 πήζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |