Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raffreddóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raffredˈdore]

το συνάχι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffreddatura raffrenabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


raffreddore [αρσ.] da fieno = το αλλεργικό συνάχι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffreddarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raffreddato (επίθ.)
raffreddatoio (ουσ αρσ )
raffreddatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raffreddatura (θηλ.ουσ)
raffreddore (ουσ αρσ )
raffrenabile (επίθ.)
raffrenamento (ουσ αρσ )
raffrenare (ρ. μτβ.)
raffrenarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffrontare (ρ. μτβ.)
raffrontatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raffronto (ουσ αρσ )
ragade (θηλ.ουσ)
raganella (θηλ.ουσ)
ragazza (θηλ.ουσ)
ragazzaglia (θηλ.ουσ)
ragazzata (θηλ.ουσ)
ragazzo (ουσ αρσ )
raggelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---