Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raggelàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [radʤeˈlare]

1 ξεπαγιάζω
2 παγώνω
3 ψύχομαι
4 κρυώνω
5 ψύχω
6 ξεπαγώνω

raggelarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [radʤeˈlarsi]

1 ξεπαγώνω
2 κρυώνω
3 ψύχω
4 παγώνω
5 ξεπαγιάζω
6 ψύχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ragazzo raggentilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raganella (θηλ.ουσ)
ragazza (θηλ.ουσ)
ragazzaglia (θηλ.ουσ)
ragazzata (θηλ.ουσ)
ragazzo (ουσ αρσ )
raggelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggelarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggiante (επίθ.)
raggiare (ρ.αμτβ.)
raggiare (ρ. μτβ.)
raggiato (επίθ.)
raggiera (θηλ.ουσ)
raggio (ουσ αρσ )
raggiramento (ουσ αρσ )
raggirare (ρ. μτβ.)
raggiratore (αρσ. επίθ και ουσ)
raggiro (ουσ αρσ )
raggiungere (ρ. μτβ.)
raggiungibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---