Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raffrontatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [raffrontaˈtore]

1 διορθωτής
2 άνθρωπος που κάνει αντιπαραβολή
3 συλλέκτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffrontare raffronto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffrenabile (επίθ.)
raffrenamento (ουσ αρσ )
raffrenare (ρ. μτβ.)
raffrenarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffrontare (ρ. μτβ.)
raffrontatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raffronto (ουσ αρσ )
ragade (θηλ.ουσ)
raganella (θηλ.ουσ)
ragazza (θηλ.ουσ)
ragazzaglia (θηλ.ουσ)
ragazzata (θηλ.ουσ)
ragazzo (ουσ αρσ )
raggelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggelarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggiante (επίθ.)
raggiare (ρ.αμτβ.)
raggiare (ρ. μτβ.)
raggiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---