Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raffrenaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raffrenaˈmento]

1 χαλιναγώγηση
2 πάταξη
3 συγκράτηση
4 καταστολή
5 αναχαίτιση
6 κατάπνιξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffrenabile raffrenare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffreddatoio (ουσ αρσ )
raffreddatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raffreddatura (θηλ.ουσ)
raffreddore (ουσ αρσ )
raffrenabile (επίθ.)
raffrenamento (ουσ αρσ )
raffrenare (ρ. μτβ.)
raffrenarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffrontare (ρ. μτβ.)
raffrontatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raffronto (ουσ αρσ )
ragade (θηλ.ουσ)
raganella (θηλ.ουσ)
ragazza (θηλ.ουσ)
ragazzaglia (θηλ.ουσ)
ragazzata (θηλ.ουσ)
ragazzo (ουσ αρσ )
raggelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggelarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---