Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raffinàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [raffiˈnare]

1 εξευγενίζω
2 εξευγενίζω μέταλλο
3 καθαρίζω
4 εκλεπτύνω
5 εξυψώνω
6 βελτιώνω
7 διυλίζω
8 ραφινάρω
9 αφαιρώ προσμίξεις

raffinarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [raffiˈnarsi]

εξευγενίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffinamento raffinatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffigurazione (θηλ.ουσ)
raffilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffilatoio (ουσ αρσ )
raffilatura (θηλ.ουσ)
raffinamento (ουσ αρσ )
raffinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffinarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffinatamente (επίρ.)
raffinatezza (θηλ.ουσ)
raffinato (ουσ αρσ )
raffinato (επίθ.)
raffinatoio (ουσ αρσ )
raffinatore (ουσ αρσ )
raffinatore (επίθ.)
raffinatura (θηλ.ουσ)
raffinazione (θηλ.ουσ)
raffineria (θηλ.ουσ)
raffio (ουσ αρσ )
raffittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffittirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---