Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raffilatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raffilaˈtojo]

1 κόφτης χαρτιών (βιβλιοδεσία)
2 εργαλείο ισοστάθμισης στη βιβλιοδεσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffilare raffilatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffigurabile (επίθ.)
raffigurare (ρ. μτβ.)
raffigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffigurazione (θηλ.ουσ)
raffilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffilatoio (ουσ αρσ )
raffilatura (θηλ.ουσ)
raffinamento (ουσ αρσ )
raffinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffinarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffinatamente (επίρ.)
raffinatezza (θηλ.ουσ)
raffinato (ουσ αρσ )
raffinato (επίθ.)
raffinatoio (ουσ αρσ )
raffinatore (ουσ αρσ )
raffinatore (επίθ.)
raffinatura (θηλ.ουσ)
raffinazione (θηλ.ουσ)
raffineria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---