Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraffilatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [raffilaˈtojo] 1 κόφτης χαρτιών (βιβλιοδεσία) 2 εργαλείο ισοστάθμισης στη βιβλιοδεσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |