Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràffica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈraffika]

(di vento) η ριπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffermo raffigurabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raffazzonatore (ουσ αρσ )
rafferma (θηλ.ουσ)
raffermare (ρ. μτβ.)
raffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffermo (επίθ.)
raffica (θηλ.ουσ)
raffigurabile (επίθ.)
raffigurare (ρ. μτβ.)
raffigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffigurazione (θηλ.ουσ)
raffilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffilatoio (ουσ αρσ )
raffilatura (θηλ.ουσ)
raffinamento (ουσ αρσ )
raffinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffinarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffinatamente (επίρ.)
raffinatezza (θηλ.ουσ)
raffinato (ουσ αρσ )
raffinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---