Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raffazzonatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raffattsonaˈtore]

1 αδέξιος
2 αυτός που κάνει ρετουσάρισμα
3 σκιτζής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raffazzonare rafferma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rafano (ουσ αρσ )
rafe (ουσ αρσ )
raffaellesco (αρσ. επίθ και ουσ)
raffazzonamento (ουσ αρσ )
raffazzonare (ρ. μτβ.)
raffazzonatore (ουσ αρσ )
rafferma (θηλ.ουσ)
raffermare (ρ. μτβ.)
raffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffermo (επίθ.)
raffica (θηλ.ουσ)
raffigurabile (επίθ.)
raffigurare (ρ. μτβ.)
raffigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
raffigurazione (θηλ.ουσ)
raffilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raffilatoio (ουσ αρσ )
raffilatura (θηλ.ουσ)
raffinamento (ουσ αρσ )
raffinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---