ItalianoGreco


raffermàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rafferˈmare]

1 κάνω εκ νέου κατάταξη στο στρατό
2 επισημοποιώ (χρίσμα)

raffermarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rafferˈmarsi]

μπαγιατεύω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---