Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protrarsi (ρ.μ. (αντων.)) provenzàle (επίθ.)
protràrre (ρ. μτβ.) provenzaleggiànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protràttile (επίθ.) provenzaleggiàre (ρ.αμτβ.)
protrazióne (θηλ.ουσ) provenzalìsmo (ουσ αρσ )
protrombìna (θηλ.ουσ) provenzalìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
protrùdere (ρ. μτβ. και αμετβ.) proverbiàle (επίθ.)
protrusióne (θηλ.ουσ) proverbialménte (επίρ.)
protuberànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) provèrbio (ουσ αρσ )
protuberànza (θηλ.ουσ) proverbióso (επίθ.)
protutóre (ουσ αρσ ) proverbìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
pròva (θηλ.ουσ) provétta (θηλ.ουσ)
provàbile (επίθ.) provètto (επίθ.)
provàre (ρ. μτβ.) provicariàto (ουσ αρσ )
provarsi (ρ.μ. (αντων.)) provicàrio (ουσ αρσ )
provatìvo (επίθ.) provider (ουσ αρσ )
provàto (επίθ.) provìncia (θηλ.ουσ)
provatùra (θηλ.ουσ) provincialàto (ουσ αρσ )
provavàlvole (ουσ αρσ ) provinciàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
proveniènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) provincialìsmo (ουσ αρσ )
proveniènza (θηλ.ουσ) provincialità (θηλ.ουσ)
provenìre (ρ.αμτβ.) provincializzàre (ρ. μτβ.)
provènto (ουσ αρσ ) provincializzazióne (θηλ.ουσ)
proventrìglio (ουσ αρσ ) provìno (ουσ αρσ )
provènza (θηλ.ουσ) provitamìna (θηλ.ουσ)
provenzàle (ουσ αρσ και θηλ.) provocàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: