Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presidiàrio (αρσ. επίθ και ουσ) prèsso (πρόθ.)
presidiàto (αρσ. επίθ και ουσ) prèsso (επίρ.)
presìdio (ουσ αρσ ) pressoché (επίρ.)
presìdium (ουσ αρσ ) pressofusióne (θηλ.ουσ)
presièdere (ρ. μτβ.) pressóio (ουσ αρσ )
presìna (θηλ.ουσ) pressòstato (ουσ αρσ )
presìstole (θηλ.ουσ) pressurizzàre (ρ. μτβ.)
presistòlico (επίθ.) pressurizzazióne (θηλ.ουσ)
préso (αρσ. επίθ και ουσ) prestabilìre (ρ. μτβ.)
presocràtico (ουσ αρσ ) prestanóme (ουσ αρσ και θηλ.)
presocràtico (επίθ.) prestànte (αρσ. επίθ και ουσ)
prèssa (θηλ.ουσ) prestànza (θηλ.ουσ)
pressacàrte (ουσ αρσ ) prestàre (ρ. μτβ.)
pressaforàggio (ουσ αρσ και θηλ.) prestàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
pressànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) prestatóre (ουσ αρσ )
pressapàglia (ουσ αρσ και θηλ.) prestavóce (ουσ αρσ και θηλ.)
pressapòco (επίρ.) prestazióne (θηλ.ουσ)
pressappochìsmo (ουσ αρσ ) prestézza (θηλ.ουσ)
pressappochìsta (ουσ αρσ και θηλ.) prestidigitazióne (θηλ.ουσ)
pressappòco (επίρ.) prestigiatóre (ουσ αρσ )
pressàre (ρ. μτβ.) prestìgio (ουσ αρσ )
pressatóre (ουσ αρσ ) prestigióso (επίθ.)
pressatùra (θηλ.ουσ) prèstito (ουσ αρσ )
prèssi (ουσ αρσ πληθ.) prèsto (επίθ.)
pressióne (θηλ.ουσ) prèsto (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: