Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presìdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈsidjo]

1 άμυνα
2 προστασία
3 φρουρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presidiato presidium  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presidenza (θηλ.ουσ)
presidenziale (θηλ. επίθ και ουσ)
presidiare (ρ. μτβ.)
presidiario (αρσ. επίθ και ουσ)
presidiato (αρσ. επίθ και ουσ)
presidio (ουσ αρσ )
presidium (ουσ αρσ )
presiedere (ρ. μτβ.)
presina (θηλ.ουσ)
presistole (θηλ.ουσ)
presistolico (επίθ.)
preso (αρσ. επίθ και ουσ)
presocratico (ουσ αρσ )
presocratico (επίθ.)
pressa (θηλ.ουσ)
pressacarte (ουσ αρσ )
pressaforaggio (ουσ αρσ και θηλ.)
pressante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pressapaglia (ουσ αρσ και θηλ.)
pressapoco (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---