Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


préso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpreso]

1 ρεζερβέ
2 πιασμένος
3 αγκαζέ
4 κατειλημμένος
5 απασχολημένος
6 πολυάσχολος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presistolico presocratico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presidium (ουσ αρσ )
presiedere (ρ. μτβ.)
presina (θηλ.ουσ)
presistole (θηλ.ουσ)
presistolico (επίθ.)
preso (αρσ. επίθ και ουσ)
presocratico (ουσ αρσ )
presocratico (επίθ.)
pressa (θηλ.ουσ)
pressacarte (ουσ αρσ )
pressaforaggio (ουσ αρσ και θηλ.)
pressante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pressapaglia (ουσ αρσ και θηλ.)
pressapoco (επίρ.)
pressappochismo (ουσ αρσ )
pressappochista (ουσ αρσ και θηλ.)
pressappoco (επίρ.)
pressare (ρ. μτβ.)
pressatore (ουσ αρσ )
pressatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---