Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpréso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpreso] 1 ρεζερβέ 2 πιασμένος 3 αγκαζέ 4 κατειλημμένος 5 απασχολημένος 6 πολυάσχολος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |