Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prammàtico (αρσ. επίθ και ουσ) pràto (ουσ αρσ )
pranzàre (ρ.αμτβ.) pratolìna (θηλ.ουσ)
prànzo (ουσ αρσ ) pravità (θηλ.ουσ)
praseodìmio (ουσ αρσ ) pràvo (επίθ.)
pràssi (θηλ.ουσ) preaccennàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Prassìtele (ουσ αρσ ) preaccennàto (επίθ.)
prataiòlo (ουσ αρσ ) preadamìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prataiòlo (επίθ.) preadamìtico (επίθ.)
pratènse (επίθ.) preadolescènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
praterìa (θηλ.ουσ) preagònico (επίθ.)
pràtica (θηλ.ουσ) preallàrme (ουσ αρσ )
praticàbile (ουσ αρσ ) preàmbolo (αρσ. επίθ και ουσ)
praticàbile (επίθ.) preammòllo (ουσ αρσ )
praticabilità (θηλ.ουσ) preamplificàre (ρ. μτβ.)
praticàccia (θηλ.ουσ) preamplificatóre (ουσ αρσ )
praticaménte (επίρ.) preamplificazióne (θηλ.ουσ)
praticànte (ουσ αρσ και θηλ.) preannunciàre (ρ. μτβ.)
praticànte (επίθ.) preannùncio (ουσ αρσ )
praticàre (ρ. μτβ.) preannunziàre (ρ. μτβ.)
praticità (θηλ.ουσ) preannùnzio (ουσ αρσ )
pràtico (επίθ.) preatlètico (επίθ.)
praticoltùra (θηλ.ουσ) preavvertiménto (ουσ αρσ )
praticóne (ουσ αρσ ) preavvertìre (ρ. μτβ.)
pratìle (αρσ. επίθ και ουσ) preavvisàre (ρ. μτβ.)
pratìvo (επίθ.) preavvìso (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: