Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottenebràre (ρ. μτβ.) òtto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ottenebrarsi (ρ.μ. (αντων.)) ottobràta (θηλ.ουσ)
ottenére (ρ. μτβ.) ottóbre (ουσ αρσ )
ottenìbile (επίθ.) ottobrìno (επίθ.)
otteniménto (ουσ αρσ ) ottocentésco (επίθ.)
ottènne (ουσ αρσ ) ottocentèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ottènne (θηλ.ουσ) ottocentìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
ottènne (επίθ.) ottocentìsta (επίθ.)
ottentòtto (αρσ. επίθ και ουσ) ottocentìstico (επίθ.)
ottétto (ουσ αρσ ) ottocènto (ουσ αρσ )
òttica (θηλ.ουσ) ottocènto (επίθ.)
òttico (ουσ αρσ ) ottomàna (θηλ.ουσ)
òttico (επίθ.) ottomàno (ουσ αρσ )
ottimàle (επίθ.) ottomàno (επίθ.)
ottimalizzàre (ρ. μτβ.) ottomillesimo (ουσ αρσ )
ottimalizzazióne (θηλ.ουσ) ottonàio (ουσ αρσ )
ottimaménte (επίρ.) ottonàme (ουσ αρσ )
ottimìsmo (ουσ αρσ ) ottonàre (ρ. μτβ.)
ottimìsta (επίθ.) ottonàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
ottimìstico (επίθ.) ottonatùra (θηλ.ουσ)
ottimizzàre (ρ. μτβ.) ottóne (ουσ αρσ )
ottimizzazióne (θηλ.ουσ) ottòpode (ουσ αρσ )
òttimo (ουσ αρσ ) ottriàto (επίθ.)
òttimo (επίθ.) ottuagenàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
òtto (επίθ.) ottùndere (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: