Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottimìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ottiˈmizmo]

η αισιοδοξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottimamente ottimista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottico (επίθ.)
ottimale (επίθ.)
ottimalizzare (ρ. μτβ.)
ottimalizzazione (θηλ.ουσ)
ottimamente (επίρ.)
ottimismo (ουσ αρσ )
ottimista (επίθ.)
ottimistico (επίθ.)
ottimizzare (ρ. μτβ.)
ottimizzazione (θηλ.ουσ)
ottimo (ουσ αρσ )
ottimo (επίθ.)
otto (επίθ.)
otto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ottobrata (θηλ.ουσ)
ottobre (ουσ αρσ )
ottobrino (επίθ.)
ottocentesco (επίθ.)
ottocentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ottocentista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---