Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottimalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ottimaliddzatˈtsjone]

1 εξυγίανση
2 καλυτέρευση
3 πρόοδος
4 ανασκευή
5 βελτιστοποίηση
6 βελτίωση
7 αναβάθμιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottimalizzare ottimamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottica (θηλ.ουσ)
ottico (ουσ αρσ )
ottico (επίθ.)
ottimale (επίθ.)
ottimalizzare (ρ. μτβ.)
ottimalizzazione (θηλ.ουσ)
ottimamente (επίρ.)
ottimismo (ουσ αρσ )
ottimista (επίθ.)
ottimistico (επίθ.)
ottimizzare (ρ. μτβ.)
ottimizzazione (θηλ.ουσ)
ottimo (ουσ αρσ )
ottimo (επίθ.)
otto (επίθ.)
otto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ottobrata (θηλ.ουσ)
ottobre (ουσ αρσ )
ottobrino (επίθ.)
ottocentesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---