Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόottimizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ottimiddzatˈtsjone] 1 εξυγίανση 2 καλυτέρευση 3 πρόοδος 4 ανασκευή 5 βελτιστοποίηση 6 βελτίωση 7 αναβάθμιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |