Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottobràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ottoˈbrata]

εκδρομή τον Οκτώβρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  otto ottobre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottimizzazione (θηλ.ουσ)
ottimo (ουσ αρσ )
ottimo (επίθ.)
otto (επίθ.)
otto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ottobrata (θηλ.ουσ)
ottobre (ουσ αρσ )
ottobrino (επίθ.)
ottocentesco (επίθ.)
ottocentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ottocentista (ουσ αρσ και θηλ.)
ottocentista (επίθ.)
ottocentistico (επίθ.)
Ottocento (ουσ αρσ )
ottocento (επίθ.)
ottomana (θηλ.ουσ)
ottomano (ουσ αρσ )
ottomano (επίθ.)
ottomillesimo (ουσ αρσ )
ottonaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---