Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottènne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [otˈtɛnne]

οκτάχρονο αγόρι

ottènne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [otˈtɛnne]

οκτάχρονο κορίτσι

ottènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [otˈtɛnne]

οκτάχρονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottenimento ottentotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottenebrare (ρ. μτβ.)
ottenebrarsi (ρ.μ. (αντων.))
ottenere (ρ. μτβ.)
ottenibile (επίθ.)
ottenimento (ουσ αρσ )
ottenne (ουσ αρσ )
ottenne (θηλ.ουσ)
ottenne (επίθ.)
ottentotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ottetto (ουσ αρσ )
ottica (θηλ.ουσ)
ottico (ουσ αρσ )
ottico (επίθ.)
ottimale (επίθ.)
ottimalizzare (ρ. μτβ.)
ottimalizzazione (θηλ.ουσ)
ottimamente (επίρ.)
ottimismo (ουσ αρσ )
ottimista (επίθ.)
ottimistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---