otteniménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [otteniˈmento]
1 επιτυχία
2 σημαντική επιτυχία
3 κατόρθωση
4 πράξη
5 πραγματοποίηση
6 ανδραγάθημα
7 επίτευξη
8 απόκτηση
9 επίτευγμα
10 άθλος
11 κατόρθωμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [otteniˈmento]
1 επιτυχία
2 σημαντική επιτυχία
3 κατόρθωση
4 πράξη
5 πραγματοποίηση
6 ανδραγάθημα
7 επίτευξη
8 απόκτηση
9 επίτευγμα
10 άθλος
11 κατόρθωμα
permalink
ottenimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android