Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόottenebraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ottenebraˈmento] 1 επισκότιση 2 αμαύρωση 3 επισκίαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |