Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόottemperànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ottempeˈrantsa] 1 υπακοή 2 πειθαρχία 3 ευπείθεια 4 συμμόρφωση 5 προθυμία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |