Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottemperànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ottempeˈrantsa]

1 υπακοή
2 πειθαρχία
3 ευπείθεια
4 συμμόρφωση
5 προθυμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottemperante ottemperare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottava (θηλ.ουσ)
ottavino (ουσ αρσ )
ottavo (ουσ αρσ )
ottavo (επίθ.)
ottemperante (επίθ.)
ottemperanza (θηλ.ουσ)
ottemperare (ρ.αμτβ.)
ottenebramento (ουσ αρσ )
ottenebrare (ρ. μτβ.)
ottenebrarsi (ρ.μ. (αντων.))
ottenere (ρ. μτβ.)
ottenibile (επίθ.)
ottenimento (ουσ αρσ )
ottenne (ουσ αρσ )
ottenne (θηλ.ουσ)
ottenne (επίθ.)
ottentotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ottetto (ουσ αρσ )
ottica (θηλ.ουσ)
ottico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---