Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottàvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [otˈtavo]

1 βιβλίο μεγέθους ογδόου
2 όγδοο σελίδας
3 όγδοο

ottàvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [otˈtavo]

όγδοος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottavino ottemperante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottantina (θηλ.ουσ)
ottastilo (επίθ.)
ottativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottava (θηλ.ουσ)
ottavino (ουσ αρσ )
ottavo (ουσ αρσ )
ottavo (επίθ.)
ottemperante (επίθ.)
ottemperanza (θηλ.ουσ)
ottemperare (ρ.αμτβ.)
ottenebramento (ουσ αρσ )
ottenebrare (ρ. μτβ.)
ottenebrarsi (ρ.μ. (αντων.))
ottenere (ρ. μτβ.)
ottenibile (επίθ.)
ottenimento (ουσ αρσ )
ottenne (ουσ αρσ )
ottenne (θηλ.ουσ)
ottenne (επίθ.)
ottentotto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---