Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ottaˈtivo]

ευκτική (γραμματική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottastilo ottava  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottantenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ottantennio (ουσ αρσ )
ottantesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ottantina (θηλ.ουσ)
ottastilo (επίθ.)
ottativo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottava (θηλ.ουσ)
ottavino (ουσ αρσ )
ottavo (ουσ αρσ )
ottavo (επίθ.)
ottemperante (επίθ.)
ottemperanza (θηλ.ουσ)
ottemperare (ρ.αμτβ.)
ottenebramento (ουσ αρσ )
ottenebrare (ρ. μτβ.)
ottenebrarsi (ρ.μ. (αντων.))
ottenere (ρ. μτβ.)
ottenibile (επίθ.)
ottenimento (ουσ αρσ )
ottenne (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---