Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottenére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [otteˈnere]

επιτυγχάνω, πετυχαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottenebrarsi ottenibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottemperanza (θηλ.ουσ)
ottemperare (ρ.αμτβ.)
ottenebramento (ουσ αρσ )
ottenebrare (ρ. μτβ.)
ottenebrarsi (ρ.μ. (αντων.))
ottenere (ρ. μτβ.)
ottenibile (επίθ.)
ottenimento (ουσ αρσ )
ottenne (ουσ αρσ )
ottenne (θηλ.ουσ)
ottenne (επίθ.)
ottentotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ottetto (ουσ αρσ )
ottica (θηλ.ουσ)
ottico (ουσ αρσ )
ottico (επίθ.)
ottimale (επίθ.)
ottimalizzare (ρ. μτβ.)
ottimalizzazione (θηλ.ουσ)
ottimamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---