Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostricàio (ουσ αρσ ) otorrèa (θηλ.ουσ)
ostricoltóre (ουσ αρσ ) otoscleròsi, otosclèrosi (θηλ.ουσ)
ostricoltùra (θηλ.ουσ) otoscopìa (θηλ.ουσ)
òstro (ουσ αρσ ) otoscòpio (ουσ αρσ )
ostrogòto (ουσ αρσ ) ótre (ουσ αρσ )
ostrogòto (επίθ.) otrìcolo (ουσ αρσ )
ostruìre (ρ. μτβ.) ottacòrdo (ουσ αρσ )
ostruìrsi (ρ. μ. αμτβ.) ottaèdrico (επίθ.)
ostruttìvo (επίθ.) ottaèdro (ουσ αρσ )
ostruzióne (θηλ.ουσ) ottagonàle (επίθ.)
ostruzionìsmo (ουσ αρσ ) ottàgono (αρσ. επίθ και ουσ)
ostruzionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) ottàmetro (ουσ αρσ )
ostruzionìstico (επίθ.) ottangolàre (επίθ.)
otalgìa (θηλ.ουσ) ottànico (επίθ.)
otàlgico (επίθ.) ottàno (ουσ αρσ )
otàrda (θηλ.ουσ) ottànta (επίθ.)
otària (θηλ.ουσ) ottànte (ουσ αρσ )
otìte (θηλ.ουσ) ottantènne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
otocióne (ουσ αρσ ) ottantènnio (ουσ αρσ )
otoiàtra (ουσ αρσ και θηλ.) ottantèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
otoiatrìa (θηλ.ουσ) ottantìna (θηλ.ουσ)
otopatìa (θηλ.ουσ) ottàstilo (επίθ.)
otoplàstica (θηλ.ουσ) ottatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
otorinolaringoiàtra (ουσ αρσ και θηλ.) ottàva (θηλ.ουσ)
otorinolaringoiatrìa (θηλ.ουσ) ottavìno (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: