Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόotrìcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈtrikolo] 1 κυστίδιο λαβυρίνθου αυτιού 2 ελλειπτικό κυστίδιο (λαβυρίνθου) 3 ασκίδιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |