Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


otoscleròsi, otosclèrosi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɔtoskleˈrɔzi], [,ɔtosˈklɛrozi]

ωτοσκλήρυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  otorrea otoscopia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

otopatia (θηλ.ουσ)
otoplastica (θηλ.ουσ)
otorinolaringoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
otorinolaringoiatria (θηλ.ουσ)
otorrea (θηλ.ουσ)
otosclerosi (θηλ.ουσ)
otoscopia (θηλ.ουσ)
otoscopio (ουσ αρσ )
otre (ουσ αρσ )
otricolo (ουσ αρσ )
ottacordo (ουσ αρσ )
ottaedrico (επίθ.)
ottaedro (ουσ αρσ )
ottagonale (επίθ.)
ottagono (αρσ. επίθ και ουσ)
ottametro (ουσ αρσ )
ottangolare (επίθ.)
ottanico (επίθ.)
ottano (ουσ αρσ )
ottanta (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---