Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόótre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈotre] 1 ασκί 2 τουλούμι 3 δερμάτινος ασκός 4 ασκός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |