Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόottànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [otˈtante] 1 όργανο ναυτιλίας αεροσκάφους 2 όγδοο τρισδιάστατου χώρου 3 θέση σώματος σε 45 μοίρες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |