Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔstro] 1 ερυθροκύανος 2 βυσσινής 3 νότος 4 πορφυρένιος 5 πορφυρός 6 πορφυρόχρους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |