Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostruzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ostrutˈtsjone]

1 κλείσιμο
2 κώλυμα
3 σταμάτημα
4 βούλωμα
5 παρακώλυση
6 έμφραξη
7 απόφραξη
8 φράξιμο
9 εμπόδιση
10 εμπόδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostruttivo ostruzionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostrogoto (ουσ αρσ )
ostrogoto (επίθ.)
ostruire (ρ. μτβ.)
ostruirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostruttivo (επίθ.)
ostruzione (θηλ.ουσ)
ostruzionismo (ουσ αρσ )
ostruzionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ostruzionistico (επίθ.)
otalgia (θηλ.ουσ)
otalgico (επίθ.)
otarda (θηλ.ουσ)
otaria (θηλ.ουσ)
otite (θηλ.ουσ)
otocione (ουσ αρσ )
otoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
otoiatria (θηλ.ουσ)
otopatia (θηλ.ουσ)
otoplastica (θηλ.ουσ)
otorinolaringoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---