Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostruzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ostrutˈtsjone] 1 κλείσιμο 2 κώλυμα 3 σταμάτημα 4 βούλωμα 5 παρακώλυση 6 έμφραξη 7 απόφραξη 8 φράξιμο 9 εμπόδιση 10 εμπόδιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |