Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostrogòto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ostroˈgɔto] 1 βάρβαρος 2 Οστρογότθος ostrogòto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ostroˈgɔto] ο των Οστρογότθων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |