Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostrogòto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ostroˈgɔto]

1 βάρβαρος
2 Οστρογότθος

ostrogòto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ostroˈgɔto]

ο των Οστρογότθων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostro ostruire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostrica (θηλ.ουσ)
ostricaio (ουσ αρσ )
ostricoltore (ουσ αρσ )
ostricoltura (θηλ.ουσ)
ostro (ουσ αρσ )
ostrogoto (ουσ αρσ )
ostrogoto (επίθ.)
ostruire (ρ. μτβ.)
ostruirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostruttivo (επίθ.)
ostruzione (θηλ.ουσ)
ostruzionismo (ουσ αρσ )
ostruzionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ostruzionistico (επίθ.)
otalgia (θηλ.ουσ)
otalgico (επίθ.)
otarda (θηλ.ουσ)
otaria (θηλ.ουσ)
otite (θηλ.ουσ)
otocione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---