Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostruzionìstico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ostruttsjoˈnistiko] 1 που συντελεί στην επιβράδυνση 2 παρελκυστικός 3 κωλυσιεργός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |