Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostruzionìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ostruttsjoˈnista]

κωλυσιεργών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostruzionismo ostruzionistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostruire (ρ. μτβ.)
ostruirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostruttivo (επίθ.)
ostruzione (θηλ.ουσ)
ostruzionismo (ουσ αρσ )
ostruzionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ostruzionistico (επίθ.)
otalgia (θηλ.ουσ)
otalgico (επίθ.)
otarda (θηλ.ουσ)
otaria (θηλ.ουσ)
otite (θηλ.ουσ)
otocione (ουσ αρσ )
otoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
otoiatria (θηλ.ουσ)
otopatia (θηλ.ουσ)
otoplastica (θηλ.ουσ)
otorinolaringoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
otorinolaringoiatria (θηλ.ουσ)
otorrea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---