Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


otària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oˈtarja]

θαλάσσιος ελέφαντας γένους Otaria


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  otarda otite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostruzionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ostruzionistico (επίθ.)
otalgia (θηλ.ουσ)
otalgico (επίθ.)
otarda (θηλ.ουσ)
otaria (θηλ.ουσ)
otite (θηλ.ουσ)
otocione (ουσ αρσ )
otoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
otoiatria (θηλ.ουσ)
otopatia (θηλ.ουσ)
otoplastica (θηλ.ουσ)
otorinolaringoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
otorinolaringoiatria (θηλ.ουσ)
otorrea (θηλ.ουσ)
otosclerosi (θηλ.ουσ)
otoscopia (θηλ.ουσ)
otoscopio (ουσ αρσ )
otre (ουσ αρσ )
otricolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---