Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostruìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ostruˈire] φράζω ostruìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ostruˈirsi] 1 βουλώνω 2 παρεμποδίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |