Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostricoltùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,ɔstrikolˈtura] 1 καλλιέργεια στρειδιών 2 στρειδοκαλλιέργεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |