Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostracìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ostraˈʧizmo] 1 εξοστρακισμός 2 εξόριση 3 οστρακισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |