Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostinàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ostiˈnarsi]

πεισματώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostilità ostinatezza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ostinarsi a fare qualcosa = τα βάζω πείσμα να κάνω κάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostia (θηλ.ουσ)
ostiariato (ουσ αρσ )
ostico (επίθ.)
ostile (επίθ.)
ostilità (θηλ.ουσ)
ostinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostinatezza (θηλ.ουσ)
ostinato (επίθ.)
ostinazione (θηλ.ουσ)
ostracismo (ουσ αρσ )
ostracizzare (ρ. μτβ.)
ostrica (θηλ.ουσ)
ostricaio (ουσ αρσ )
ostricoltore (ουσ αρσ )
ostricoltura (θηλ.ουσ)
ostro (ουσ αρσ )
ostrogoto (ουσ αρσ )
ostrogoto (επίθ.)
ostruire (ρ. μτβ.)
ostruirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---