Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostinàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ostiˈnarsi] πεισματώνω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαostinarsi a fare qualcosa = τα βάζω πείσμα να κάνω κάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |